πυράκτωση

πυράκτωση
[-ις (-εως)] η накаливание, раскаливание, каление

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "πυράκτωση" в других словарях:

  • πυράκτωση — η / πυράκτωσις, ώσεως, ΝΜΑ [πυρακτῶ, όω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πυρακτώνω, η θέρμανση ενός υλικού ώσπου να γίνει διάπυρο νεοελλ. τεχνολ. η θέρμανση ενός υλικού ώσπου αυτό να ερυθροπυρωθεί ή να λευκοπυρωθεί σε αντιδιαστολή προς την… …   Dictionary of Greek

  • πυράκτωση — η η πράξη του πυρακτώνω, η ερυθροπύρωση ή λευκοπύρωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έκκαυσις — ἔκκαυσις, η (AM) λάμψη μσν. υπερθέρμανση αρχ. 1. καύση, πυράκτωση 2. θέρμανση τού σώματος 3. θέρμανση λουτρού 4. ηλίαση …   Dictionary of Greek

  • αβαφία — η [άβαφος] 1. έλλειψη βαφής, χρωματισμού 2. η μη σκλήρυνση σιδήρου ή χάλυβα μετά την πυράκτωση …   Dictionary of Greek

  • αναπυράκτωση — η η εκ νέου πυράκτωση, αναθέρμανση, ξαναζέσταμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναπυρακτώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον καθηγητή της Φαρμακευτικής και Χημείας Αναστ. Κ. Δαμβέργη] …   Dictionary of Greek

  • βράση — η (AM βράσις) [βράσσω] βρασμός, κόχλασμα μσν. νεοελλ. 1. πυρετός 2. η ακμή, το αποκορύφωμα μιας κατάστασης («στη βράση του πολέμου») νεοελλ. 1. πολύ ζεστός καιρός 2. πυράκτωση μετάλλου μέχρι βαθμού από όπου αρχίζει η τήξη 3. φρ. α) «είναι στη… …   Dictionary of Greek

  • διάκαυση — η (Α διάκαυσις, εως) 1. πυράκτωση, διαπύρωση, το αποτέλεσμα τής καύσης 2. ασθένεια τού ξύλου η οποία προκαλεί τη σήψη του αρχ. 1. καυτηρίαση 2. τα υπολείμματα τής καύσης …   Dictionary of Greek

  • διάφανος — η ο και διαφανής, ές (ΑΝ) 1. αυτός που αφήνει να διακρίνονται τα αντικείμενα πίσω του 2. διαυγής, καθαρός αρχ. 1. κατακόκκινος από πυράκτωση 2. αυτός που φαίνεται μέσα από κάτι άλλο 3. σαφής, ευκρινής, φανερός 4. διαπρεπής, περίφημος, περιβόητος… …   Dictionary of Greek

  • διαπύρωση — η (Α διαπύρωσις, εως) [διαπυρώ] 1. πύρωμα, πυράκτωση 2. κατάκαυση …   Dictionary of Greek

  • εκπυράκτωσις — ἐκπυράκτωσις, η (AM) πλήρης πυράκτωση …   Dictionary of Greek

  • λευκοπύρωση — η φυσ. πυράκτωση μετάλλου με υπερθέρμανση, ωσότου αυτό αποκτήσει λευκό σχεδόν χρώμα («θερμοκρασία λευκοπύρωσης» υψηλή θερμοκρασία στην οποία ένα μέταλλο αποκτά λευκό χρώμα όταν υποβάλλεται σ αυτήν). [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκοπυρῶ. Η λ., στον λόγιο τ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»